- ἄδἁδος
- ἄδἁδος, ον, ([etym.] δαΐς, δᾷς)A without resin, Thphr.HP5.1.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άδαδος — ἄδᾳδος, ον (Α) [δᾷς] (για ξύλο πεύκου) χωρίς δαδί, χωρίς ρετσίνι … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δήλου — Το Μουσείο της Δήλου αποτελεί μοναδικό φαινόμενο. Eίναι ένα από τα σημαντικότερα μουσεία της Eλλάδας, και όμως βρίσκεται σ’ ένα άγονο και ακατοίκητο νησί. Στο νησί, όπου σήμερα δεν επιτρέπεται η διανυκτέρευση παρά μόνο στους φύλακες του… … Dictionary of Greek